Mε συνεχείς παρεμβάσεις του ο Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ), κ. Θεόδωρος Τρύφων τοποθέτησε στην κορυφή της ατζέντας το θέμα της Ελληνικής Φαρμακοβιομηχανίας τόσο στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, όσο και στα Ευρωπαϊκά fora με αφορμή την πρόσφατη συμφωνία του υπουργείου Υγείας με τους θεσμούς για την τιμολόγηση των φαρμάκων και το clawback στη νοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη.
Για στοχευμένες δράσεις επιλεκτικής μεταχείρισης έκανε λόγο ο πρόεδρος της ΠΕΦ, κ. Θεόδωρος Τρύφων σε ομιλία του στη Βουλή στο πλαίσιο της συνεδρίασης των διαρκών επιτροπών οικονομικών υποθέσεων, παραγωγής, εμπορίου και κοινωνικών υποθέσεων.
«Μας προκαλεί τεράστια εντύπωση ο απόλυτα ετεροβαρής τρόπος, με τον οποίο τέθηκαν τα δύο αυτά θέματα. Από τη στιγμή που η φαρμακευτική δαπάνη μειώθηκε από τα 5,2 δις το 2009, στα 2 δις το 2015, είναι ξεκάθαρο, ότι δεν απαιτούνταν ισοδύναμα, για αυτό και δεν υπήρχε λόγος να τεθούν σε αυτή τη φάση τα θέματα τιμολόγησης και clawback στη νοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη, πόσο μάλλον, όταν δεν είχαν τεθεί τον Αύγουστο».
Ο κ. Τρύφων σημείωσε, ότι «Το προαπαιτούμενο ως προς τις τιμές των φαρμάκων συνδέθηκε με μειώσεις τιμών μόνο στα παλιά φάρμακα. Κι αυτό, αδιαφορώντας για το γεγονός, ότι ο αριθμός των συνταγών κινείται σήμερα στα 65 εκ., ενώ πριν από δέκα χρόνια ήταν στα 55 εκ. Παρόλαυτά, ουδείς προέβαλλε ως προαπαιτούμενο τον έλεγχο της συνταγογράφησης και την εφαρμογή θεραπευτικών πρωτοκόλλων, όπως συμβαίνει σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Αντί αυτού, όλη η έμφαση δόθηκε στα γενόσημα φάρμακα των 7 και 8 ευρώ, τα οποία αντιπροσωπεύουν το 3,4% της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης, ήτοι 77 εκ. €. Δεν είδαμε κάποιο προαπαιτούμενο για τα ακριβά φάρμακα των 25 ευρώ, όπου εκεί μιλάμε για 650 εκ. €.
Εάν λοιπόν αυτό δεν συνιστά προκλητική μεθόδευση εναντίον της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας και υπέρ των ξένων συμφερόντων, τότε τι είναι;».
Αναφορικά με το ζήτημα της υποκατάστασης των οικονομικών θεραπειών με ακριβότερες, ο πρόεδρος της ΠΕΦ τόνισε, ότι είναι βέβαιο, πως τα φάρμακα του ενός ευρώ θα είναι αδύνατο να παραχθούν από ελληνικά εργοστάσια. «Ακόμη κι εάν εισαχθούν από την Ινδία, δε θα χρησιμοποιηθούν από το σύστημα, καθώς απουσιάζουν τα κατάλληλα κίνητρα σε γιατρούς και φαρμακοποιούς για χορήγηση οικονομικότερων φαρμάκων». Επιπλέον, προσέθεσε, ότι «από το 2009 έως το 2014, η μεσοσταθμική μείωση της τιμής των γενοσήμων άγγιξε το 62%, ενώ ο όγκος τους παρέμεινε ουσιαστικά στα ίδια επίπεδα σημειώνοντας μια αναιμική αύξηση μόλις 3 ποσοστιαίων μονάδων. Σε αντίθεση με ο, τι συμβαίνει στην Ελλάδα, στις υπόλοιπες χώρες οι τιμές μειώνονται, αφού δοθεί πρώτα όγκος στα οικονομικά, παλαιά και δοκιμασμένα φάρμακα».
Ο πρόεδρος της ΠΕΦ χαρακτήρισε άδικο και οριζόντιο το μέτρο του clawback, επισημαίνοντας, πως η εφαρμογή του αδυνατίζει το κίνητρο για διαρθρωτικά μέτρα, ενώ προσέθεσε «Ως κλάδος τασσόμαστε εναντίον της εφαρμογής του clawback και υπέρ του ελέγχου της συνταγογράφησης και της δαπάνης σε κάθε κέντρο κόστους. Στο πλαίσιο αυτό υποστηρίζουμε τη χορήγηση εκπτώσεων σε όλα τα φάρμακα ανάλογα με το τζίρο και τη δαπάνη που δημιουργούν στο σύστημα».
Κατά την ομιλία του, ο κ. Τρύφων κατέθεσε στα πρακτικά της Βουλής τα παρακάτω στοιχεία:
- Μέση μείωση τιμής των γενοσήμων: 62% από το 2009 έως το 2014
- Ο όγκος των γενοσήμων σημείωσε ελάχιστη αύξηση μόλις κατά 3 μονάδες.
- Ο όγκος των εντός πατέντας φαρμάκων αυξήθηκε από το 53% στο 62,5% (συνυπολογιζομένων και των Φαρμάκων Υψηλού Κόστους).
- Το 2014 η μέση τιμή των νέων εισαγόμενων εντός πατέντας φαρμάκων ήταν 45 ευρώ. Παραδόξως, εδώ δεν είχαμε σαν προαπαιτούμενο τη μείωση τιμής.
- Η μέση τιμή των γενοσήμων 8 ευρώ το 2014 και 2015.
Ο πρόεδρος της ΠΕΦ τόνισε ότι υπάρχουν παραδείγματα όπου φάρμακα που πωλούνταν 50 και 100 ευρώ ενόσω είχαν πατέντα, σήμερα έχουν γενόσημα τα οποία δίνονται με έκπτωση που αγγίζει το 75%. Ας χρησιμοποιήσουν αυτήν την έκπτωση τα ταμεία και μετά ας προβούν σε περαιτέρω μειώσεις τιμών.
Κλείνοντας την παρέμβασή του, ο κ. Τρύφων υπογράμμισε ότι είναι όσο ποτέ άλλοτε αναγκαία η άμεση χάραξη μιας συνολικής φαρμακευτικής πολιτικής με συνεργασία των φορέων, της κυβέρνησης και των κομμάτων, ενώ σημείωσε «Είναι πραγματικά κρίμα ένας αναπτυξιακός τομέας, όπως είναι η Ελληνική Φαρμακοβιομηχανία, να θυσιαστεί χωρίς λόγο και χωρίς κάποια εξοικονόμηση».
Ο κ. Τρύφων μίλησε επίσης και στη διεθνώς αναγνωρισμένη ιστοσελίδα δημόσιας συζήτησης, POLITICO.eu στο πλαίσιο επίσκεψής του στις Βρυξέλλες, κατά τη διάρκεια της οποίας ανέπτυξε τις θέσεις της ελληνικής παραγωγής φαρμάκων ενώπιον της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Αναφερόμενος στις προτάσεις των δανειστών, ο κ. Τρύφων τόνισε, πως δημιουργούν μια παράδοξη κατάσταση, σημειώνοντας, πως «οι τιμές των Ελληνικών Φαρμάκων έχουν υποστεί εξαντλητικές μειώσεις τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα να χορηγούνται σήμερα με εκπτώσεις που φθάνουν στο 75% έναντι της αρχικής τιμής των εισαγομένων πρωτοτύπων φαρμάκων. Οι προτάσεις των θεσμών για περαιτέρω μείωση στις τιμές των προσιτών Ελληνικών φαρμάκων οδηγούν σε βέβαιο αφανισμό την εγχώρια φαρμακοβιομηχανία, χωρίς κάποιο όφελος για την κοινωνική ασφάλιση, αλλά ούτε και για τους ασθενείς, των οποίων οι συμμετοχές θα εκτοξευθούν στα ύψη».
Ο πρόεδρος της ΠΕΦ επισήμανε επίσης την ανάγκη εφαρμογής θεραπευτικών πρωτοκόλλων, αύξησης της διείσδυσης των γενοσήμων και ενσωμάτωσης στο σύστημα ποσοστώσεων για τις οικονομικές θεραπείες, σημειώνοντας, πως η χρήση των παραπάνω διαρθρωτικών παρεμβάσεων θα οδηγήσει σε πραγματική εξοικονόμηση και εξορθολογισμό της φαρμακευτικής δαπάνης.
Συμπληρώνοντας την τοποθέτησή του γύρω από τις μειώσεις στις τιμές των οικονομικών ελληνικών φαρμάκων, ο κ. Τρύφων συμπλήρωσε «Αντί της προώθησης των κατάλληλων μεταρρυθμίσεων, βρισκόμαστε για μια ακόμη φορά αντιμέτωποι με μια διαρκή εμμονή σε μειώσεις των τιμών κι οποιοσδήποτε γνωρίζει τον τρόπο λειτουργίας της φαρμακευτικής αγοράς, μπορεί να αντιληφθεί ξεκάθαρα ότι όλες αυτές οι μειώσεις τιμών, ειδικά εκείνες που αφορούν σε παλιά προϊόντα, δεν μειώνουν τη δαπάνη γενικά, αλλά απλώς μεταφέρουν κεφάλαια από τη μια κατηγορία στην άλλη – εν ολίγοις, πρόκειται για μια εσωτερική αναδιανομή των μεριδίων της φαρμακευτικής αγοράς».